παρεγκεφαλίδα

παρεγκεφαλίδα
(Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική περιοχή που ονομάζεται σκώληκας, και σε δύο πλάγιους λοβούς, συμμετρικούς, τα παρεγκεφαλιδικά ημισφαίρια. Η π. συνδέεται μέσω των παρεγκεφαλιδικών σκελών με τον προμήκη μυελό, τη γέφυρα και τον μεσεγκέφαλο. Παρουσιάζει δομή ανάλογη με εκείνη του εγκεφάλου, με άφθονη ανάπτυξη φαιάς ουσίας στον φλοιό, με τυπική διάταξη των κυττάρων κατά στοιβάδες και με ευμεγέθεις μάζες λευκής ουσίας στο εσωτερικό της. Στην π. φτάνουν αισθητήριες νευρικές ίνες που προέρχονται από την περιφέρεια του σώματος και από διάφορα άλλα τμήματα του εγκεφάλου, ιδίως από το όργανο της ακοής, και οι οποίες προορίζονται για τη λειτουργία της ισορροπίας και του προσανατολισμού στον χώρο. Η λειτουργία της π. συνίσταται στη ρύθμιση των διαφόρων κέντρων του νευράξονα, που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο του μυϊκού τόνου. Εκτός αυτών, μεριμνά για τη διατήρηση της ισορροπίας και συντονίζει τις κινήσεις των μυών, περιορίζοντας τη δύναμη αδράνειας της κίνησης. Τέλος, συνδέει και συντονίζει τις στοιχειώδεις κινήσεις, από τις οποίες αποτελείται μια εθελουσία κίνηση, στη σωστή διαδοχή τους. Όλες αυτές οι λειτουργίες δεν ασκούνται αμέσως από την π., αλλά μέσω άλλων τμημάτων του νευρικού συστήματος, με τα οποία η π. βρίσκεται σε σχέση. Οι παθολογικές διεργασίες που προσβάλλουν την π. μπορεί να είναι ποικίλου χαρακτήρα, νεοπλασματικού, λοιμώδους, εκφυλιστικού κ.ά. Τα συμπτώματα που προκαλούνται είναι χαρακτηριστικά, και συνίστανται σε ελάττωση του μυϊκού τόνου, έλλειψη συντονισμού των εθελουσίων κινήσεων, που, συνήθως, έχουν επιβραδυνθεί. Συνυπάρχει ανικανότητα, απόλυτη ή σχετική, ταχείας εκτέλεσης αλληλοδιαδοχικών κινήσεων, όπως π.χ. κάμψης και άμεσης έκτασης των δακτύλων του χεριού, δυσκολία διατήρησης της θέσης του σώματος και διαταραχές ισορροπίας. Η παρεγκεφαλίδα, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, εκτελεί διάφορες λειτουργίες, μεταξύ των οποίων και το συντονισμό των κινήσεων.
* * *
η / παρεγγεφαλίς, -ίδος, ΝΜΑ
ανατ. το τμήμα τού εγκεφάλου που βρίσκεται στον οπίσθιο βόθρο τής βάσεως τού κρανίου πίσω από το εγκεφαλικό στέλεχος και κάτω από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, από τα οποία χωρίζεται με μια πτυχή τής σκληρής μήνιγγας, το λεγόμενο σκηνίδιο τής παρεγκεφαλίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εγκέφαλος + κατάλ. -ίς, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρεγκεφαλίδα — η το πίσω τμήμα του εγκεφάλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεγκεφαλίδα — παρεγκεφαλίς cerebellum fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλίτιδα — η ιατρ. μορφή εγκεφαλίτιδας που προσβάλλει την παρεγκεφαλίδα και παρατηρείται ιδίως ως επιπλοκή τών λοιμωδών νοσημάτων τής παιδικής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεγκεφαλίδα + κατάλ. ίτις / ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλιδικός — ή, ό [παρεγκεφαλίδα] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει στην παρεγκεφαλίδα ή σχετίζεται με αυτήν («παρεγκεφαλιδικά αγγεία» β. «παρεγκεφαλιδικά σκέλη» γ. «παρεγκεφαλιδική αταξία» δ. παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο») …   Dictionary of Greek

  • παρεγκρανίς — ίδος, ἡ, Α η παρεγκεφαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκρανίς «παρεγκεφαλίδα»] …   Dictionary of Greek

  • Мозжечок — Препарат мозга человека, красным выделен мозжечок …   Википедия

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”